- τριχοπλάστης
- ὁ, Μαυτός που περιποιείται την κόμη, τα μαλλιά, ο κομμωτής.[ΕΤΥΜΟΛ. < θρίξ, τριχός + πλάστης (< πλάσσω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πλάστης — ο, θηλ. πλάστρα / πλάστης, θηλ. πλάστις, ιδος, ΝΜΑ [πλάσσω] 1. αυτός που πλάθει, κατασκευάζει κάτι, αυτός που με το πλάσιμο δίνει μορφή σε κάτι 2. (ιδίως) τεχνίτης ειδικός στην κατασκευή πήλινων ή κέρινων ομοιωμάτων 3. ο θεός ως δημιουργός τού… … Dictionary of Greek